- γριτσανίζω
- kemirmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γριτσανίζω — γριτσάνισα 1. μτβ., τρώω κάτι τραγανιστό, ροκανίζω: Το παιδί γριτσάνιζε ένα μπισκότο. 2. αμτβ., τρίζω: Το παξιμάδι γριτσανίζει καθώς το τρώμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλαρίς — ( ίδος), η (Α γλαρίς) νεοελλ. το κάτω άκρο τού γεωτρύπανου αρχ. σμίλη, σκαρπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα ιδ που απαντά σε σημασιολογικά συγγενείς λέξεις που δηλώνουν μικρά εργαλεία (πρβλ. γραφίς, γλυφίς, κοπίς).… … Dictionary of Greek
γρουτσανίζω — ροκανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. γρατσουνίζω, γριτσανίζω)] … Dictionary of Greek
τραγανίζω — τραγάνισα 1. μτβ., μασώ κάτι τραγανό ή σκληρό, γριτσανίζω: Τραγανίζω παξιμάδι. 2. αμτβ., τρίζω στη μάσηση: Η φρυγανιά τραγανίζει στα δόντια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)